σε Αυτούς που Έφυγαν

Βίντεο Στον Τζοι

Βασανίστηκες καιρό από τον καρκίνο καρδιά μου!
Το ταλαίπωρο κορμάκι σου έλιωνε σιγά-σιγά και υπέφερες κάθε μέρα και πιο πολύ!
Δε μπορούσες να φας, γιατί το στοματάκι σου ήταν όλο μια πληγή.
Έμεινες μια χουφτίτσα, αλλά εσύ εκεί, το πάλευες, ήθελες να ζήσεις…
Όταν σε πήρα στα χέρια μου ήσουν γεμάτος πληγές, αδύνατος, έπιανα μόνο τα κόκαλά σου.
Θέλησα, προσπάθησα να σου δώσω την ευκαιρία να ζήσεις, αν και όσο γινόταν, χωρίς να υποφέρεις.
Χειρουργήθηκες και το πάλεψες… και τα κατάφερες καρδιά μου!!!
Κι εγώ, σε κρατούσα στα χέρια μου, χωρίς αυτάκια πια, χωρίς δοντάκια… τα θέρισε η αρρώστια, αλλά σε κρατούσα…
Σε κρατούσα κι έκλαιγα από χαρά κι έλεγα: «ναι, νικήσαμε, δε θα πονάς πια»
Κρατούσα το κορμάκι σου, που είχε μείνει μια σταλίτσα, όμως ήσουν εδώ και χαιδευόσουν και τριβόσουν στα χέρια μου και μου έλεγες: «ευχαριστώ".
Και έτρωγες με όρεξη κι ας πονούσε το στοματάκι σου και μου έλεγες: «ναι, θέλω να ζήσω»
Πόσο πολύ ήθελες να ζήσεις άγγελέ μου…
Αλλά αλήθεια, πόσο άδικη μπορεί να είναι η ζωή;
Εκεί που κυλιόσουν στα χόρτα και έκανες κολοτούμπες και χαρές, τι έγινε Θεέ μου; Για πότε άλλαξαν όλα, έτσι ξαφνικά;
Ψάχνω να βρω ακόμα το γιατί…
Γιατί σε πρόδωσε η καρδούλα σου, καρδούλα μου;
Γιατί δε σε άφησε να ζήσεις χωρίς να πονάς, χωρίς να υποφέρεις;
Γιατί τώρα, που όλα θα ήταν αλλιώς;
Τώρα, που όλα θα τα έκανα, για να μην υποφέρεις ξανά;
Γιατί τώρα; Γιατί έτσι;
Πάλεψες με τον καρκίνο και τον νίκησες!!!!
Γιατί να μου φύγεις έτσι;
Χωρίς να προλάβω να καταλάβω, να συνειδητοποιήσω τι έγινε;
Ήθελα μόνο το καλό σου, ήθελα να μην πονάς, ήθελα να ζήσεις τώρα πια χαρούμενος, χορτάτος, ελεύθερος…
Αλλά τι κρίμα… δεν τα κατάφερα…
Εσένα σε πρόδωσε η καρδιά σου και μένα, θα με βασανίζει πάντα αυτό το «γιατί;;;;»
Εσύ τώρα είσαι εκεί ψηλά, στον παράδεισο και σίγουρα δεν πονάς!
Είσαι γερός, δυνατός και τρέχεις στα λιβάδια, σκαρφαλώνεις στα δένδρα, μπορείς και τρως ότι θέλεις, βρίσκεις φιλαράκια να παίζεις!
Αλλά εγώ εδώ κάτω, σε τούτη την κόλαση, ψάχνω απαντήσεις, ψάχνω γαλήνη, μα δεν βρίσκω…
Με πονάει, με πονάει τόσο πολύ ο άδικος χαμός σου και οι σκέψεις, χιλιάδες σκέψεις με τρελαίνουν… Τι πήγε λάθος;
Και οι εικόνες, που έρχονται ξανά και ξανά και μου διαλύουν το μυαλό!
Και οι μνήμες καλέ μου, για όλα όσα έζησες, όσα στερήθηκες, όσα υπέφερες, που δεν αφήνουν την ψυχή μου να γαληνέψει!
Πώς να κουβαλήσω τούτο το φορτίο; Πώς να χωρέσει το μυαλό όλα αυτά και πως να διώξω αυτό το βάρος, που πλακώνει την καρδιά μου;
Εκεί που είσαι τώρα, εκεί που μπορείς και τα βλέπεις όλα με άλλη ματιά, συγχώρα με και βοήθησέ με να βρω κι εγώ μια γωνίτσα να λουφάξω για να πάψω να πονάω…

Σπίθα μου δεν ήλθες τυχαία στη ζωή μου

Γράμμα στη Σπίθα μου

Σε είδα για πρώτη φορά ξαπλωμένη, ακίνητη, ανήμπορη να σηκωθείς και ράγισε η καρδιά μου!
Κι όταν αντίκρισα το σπινθηροβόλο, το τόσο εκφραστικό βλέμμα σου, αμέσως μου την έκλεψες την καρδιά και είπα μέσα μου: «Εσύ δεν ήλθες τυχαία στη ζωή μου…»
Κι έγινες από την πρώτη στιγμή η ΣΠΙΘΑ ΜΟΥ (ήταν αυτή η φλόγα στο βλέμμα σου!!), έγινες η έννοια μου, έγινες το μωρό μου, ένιωσα μεγάλη ευθύνη για ότι θα σου συνέβαινε!

Πέρασες πάρα πολλές, ανείπωτες ταλαιπωρίες και τις υπέμεινες όλες στωικά! Σε θαύμασα… όπως όλοι!
Το μόνο που ζητούσα, ήταν να σε δω να τρέχεις χαρούμενη με το καροτσάκι σου, να παίζεις με τα άλλα σκυλάκια μας και να γαληνέψει η ψυχή μου. Αυτό ήταν το όνειρό μου και η μεγαλύτερη προσμονή μου!

Μα πόσο άδικη είναι τελικά η ζωή για κάποιους;
Η διάγνωση; Η αναπηρία στα πίσω ποδαράκια σου οφειλόταν στον καρκίνο! Το έμαθα και λύγισα, σπάραξα και μετά θύμωσα! Θύμωσα με όλους και όλα!
Πως να τα βάλω με τούτο το δύσκολο, τον ανελέητο εχθρό; Λες και δεν ξέρω, τι θα πει αυτό…; Σάμπως είναι η πρώτη φορά, που ο καρκίνος ¨χτυπάει" ένα πλάσμα που λάτρεψα;
Να παλέψω για σένα καρδιά μου, Μα πως; Άνισος και άδικος αυτός ο αγώνας είπαν όλοι!
Ξέρω… σχεδόν όλοι, ακόμα κι αν δεν το είπαν, το σκέφθηκαν: «Να κοιμηθείς για να ησυχάσεις…»
Όχι!!! Όχι, όσο δε σε έβλεπα να υποφέρεις! Αντίθετα σ΄έβλεπα να τρως, να πίνεις, να παίζεις με τ΄άλλα σκυλιά, να θέλεις να ζήσεις! Και κυρίως, έβλεπα εκείνη τη φλόγα στο βλέμμα σου!!
Πως να συμφωνήσω σε μια τέτοια πράξη;

Πολλοί σε αγάπησαν και πόνεσαν για σένα το «μωλό» μου, όπως συνήθιζα να σε λέω και εξακολουθώ να το κάνω, όταν μιλάω για σένα! Κι αυτοί που σε γνώρισαν κι αυτοί που δε σε γνώρισαν!
Η Γιούλη, που όταν η γιατρός είπε: «καρκίνος», μέσα στα δάκρυά μου, αγωνιώντας έψαξα το βλέμμα της, για το τι θα μου πει. Ησύχασα λίγο μέσα μου, όταν μου είπε: «Μην κλαις, θα το παλέψουμε, θα τα καταφέρουμε, που ξέρεις, γίνονται και θαύματα…»
Η Άντα, που σε έφερε στη ζωή μας και που, αν δεν σε είχε «μαζέψει» από το δρόμο, θα αργοπέθαινες κάπου μόνη και αβοήθητη. Δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι… Έκανε ότι μπορούσε για να σε βοηθήσει και όταν έμαθε για τον καρκίνο, ήταν απόλυτα σύμφωνη, να σε κρατήσουμε στη ζωή και να κάνουμε τα πάντα για να ζήσεις, όσο γίνεται ΚΑΛΥΤΕΡΑ!
Η Χριστίνα, που αφιέρωσε χρόνο και ψυχή και που μαζί με το Μπίλη, έκαναν το δικό τους αγώνα για να μπορέσουμε να σου πάρουμε το καροτσάκι.
Όλοι οι γνωστοί και άγνωστοι, που συγκινήθηκαν με την ιστορία σου και ο καθένας βοήθησε με το δικό του τρόπο. Όλοι θέλαμε να σου δώσουμε χαρά…

Ήθελα, ονειρευόμουνα να μείνεις κοντά μας και να παλέψουμε μαζί για τη ζωή σου και να τα καταφέρουμε! Δεν υπολόγιζα κανένα κόστος στο χρόνο, στη ζωή, στην ψυχή μου.
Μόνο να βλέπω το βλέμμα σου να μου λέει, ότι θέλεις να ζήσεις και να παλέψεις.
Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία για μένα!
Γλυκέ μου άγγελε, έζησα από κοντά την κάθε σου δύσκολη στιγμή και κλαίει η καρδιά μου σε ότι κι αν θυμηθώ!
Ξέρω, πως τα δάκρυά μου, οι αγωνίες μου, τα ξενύχτια μου και ο αβάσταχτος πόνος της ψυχής μου, δε θα μπορούσαν να σε γιατρέψουν!
Προσευχόμουν κάθε μέρα για σένα, και ήθελα να είμαι δίπλα σου πιστός φύλακας άγγελος και να κάνω, ότι είναι ανθρωπίνως δυνατό για να μείνεις κοντά μας, για να βλέπω το βλέμμα σου να σκορπάει φως γύρω μας!

Μα… η πικρή ώρα ήρθε…
Είδα το λατρεμένο βλέμμα σου να σκοτεινιάζει, να θολώνει… είδα τον πόνο στα μάτια σου καρδιά μου και τότε… τσάκισα σαν κλαράκι στον άνεμο της απόγνωσης!

..…Βγήκαμε έξω στον κήπο, μαζί με τ’ άλλα φιλαράκια σου, που κάθονταν όλα γύρω σου να σε συντροφεύουν. Και ο Φρέντυ ο «έρωτάς σου» καθόταν δίπλα σου, όπως κάθε φορά, μα απ΄την άλλη, άρχισε να δείχνει πρωτοφανείς συμπεριφορές, έτσι απότομα!
Όλοι ένιωθαν τι θα συμβεί…
Δίπλα σου όλοι… θέλαμε να νιώσεις τη ζεστασιά της οικογένειας, τη μεγάλη αγάπη μας, να μη νιώσεις μόνη. Σ΄ αγκάλιασα και φιλούσα παντού το πονεμένο σου κορμάκι και η καρδιά μου έκλαιγε απαρηγόρητα!
Πως να ξεχάσω το τελευταίο βλέμμα σου, λίγα λεπτά πριν φύγεις για πάντα;
Δεν ξέρω, δεν κατάλαβα τι ήθελε να μου πει; Ήταν βλέμμα απορίας; Βλέμμα εμπιστοσύνης; Βλέμμα αγάπης; Βλέμμα ικεσίας; Δεν ξέρω… αυτό που ξέρω, είναι πως στοίχειωσε τη σκέψη μου και είναι συνέχεια μπροστά μου!

..…Λίγο αργότερα, έσβησες ήσυχα, στην αγκαλιά της Γιούλης…
Το βασανισμένο, το λαβωμένο σου κορμάκι, δεν άντεξε...
Έφυγες… έφυγες από κοντά μας…

Ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει, να χάνεις κάποιον που αγαπάς, κάποιον που θέλεις να του αφιερώσεις τα πάντα, μόνο και μόνο για να είναι κοντά σου, να σε συντροφεύει στη ζωή και να της δίνει νόημα και σκοπό.
Πως να μετρήσει κανείς τον πόνο; Και που να βρει λόγια να τον εκφράσει; Υπάρχουν λέξεις που να μπορούν να περιγράψουν, αυτά που κάνουν την ψυχή να αιμορραγεί;

Ξέρω, πως η ψυχή σου ψυχούλα μου, υπάρχει και θα υπάρχει… Στον ουρανό; Στον παράδεισο; Ανάμεσά μας; Κάπου είναι και φωτίζει το σύμπαν!
Το ηλιοστάλαχτο βλέμμα σου, θα γεμίζει παντοτινά με φως τη μελαγχολική ψυχή μου.
Μα για την ώρα μωλό μου, τίποτα και κανείς δε μπορεί να με παρηγορήσει… Πόσο βασανιστικά δύσκολο είναι όλο αυτό; Τόσα ζώα με περιτριγυρίζουν… Μα η παρουσία σου γέμιζε το χώρο τόσο, που λες και άδειασε το σπίτι ξαφνικά με το φευγιό σου…

Μου λείπει η κάθε στιγμή μαζί σου!
Ξυπνάω τις νύχτες για να δω, αν χρειάζεσαι κάτι…
Να σε γυρίσω στο άλλο πλευρό για να μην πιαστείς.
Να σου βάλω το μαξιλάρι σου στη σωστή θέση, για να μπορείς να αναπνέεις καλύτερα.
Να σου δώσω νεράκι, που με τόση λαχτάρα έπινες, σα να ήθελες να σβήσεις τη φωτιά που έκαιγε μέσα σου!
Να σε σηκώσω να περπατήσεις στα δύο σου ποδαράκια κι εγώ να είμαι το στήριγμά σου σε κάθε βήμα.
Κάθε πρωί, ψάχνω τα μπολάκια σου να σου βάλω να φας. Ξεχνιόμαστε κάθε φορά και πάμε έξω για να καπνίσουμε. Ακόμα κοιτάμε να ρυθμίσουμε το πρόγραμμά μας στη δουλειά, για να μη μείνεις ούτε μια στιγμή μόνη σου. Κάνουμε ησυχία για να μη σε αναστατώνουμε…

Κι η αγκαλιά σου… πόσο μου λείπει η αγκαλιά σου! Όταν σε έπαιρνα στα χέρια μου και συ πίεζες το κεφαλάκι σου με τόση δύναμη πάνω στο πρόσωπό μου, λες και ήθελες να μείνουμε έτσι για πάντα!
Η φωτογραφία σου πάνω στο τζάκι, πόσο με πληγώνει! Πως να αντέξω εκείνο το μαγικό βλέμμα σου, όταν ξέρω καλά πια, πως δε θα το αντικρύσω ποτέ ξανά;
Δεν ήταν πολύς ο καιρός! Κι όμως, ήταν τόσα πολλά τα δύσκολα που περάσαμε μαζί, ήταν τόσο έντονα τα συναισθήματα, που χωρίς να το καταλάβουμε καλά-καλά, μπήκες στη ζωή μας, έτσι απρόσμενα σα χειμωνιάτικη λιακάδα και ζέστανες μεμιάς τις καρδιές μας!

Τι να σου πω για να σ’ αποχαιρετήσω; Λόγια χιλιοειπωμένα; Λόγια φτωχά;
Να σου πω, «να είσαι καλά εκεί που πας;»
Δε μπορεί να μην είσαι! Τα μάτια σου, τα δύο λαμπερά αστέρια σου θα στολίζουν τον ουρανό! Έτσι κι αλλιώς, η κόλαση για σένα ήταν εδώ, σε τούτο τον κόσμο. Γιατί η ζωή, φάνηκε πολύ άδικη για σένα καρδιά μου!
Όπου αλλού λοιπόν, καλύτερα θα είσαι…

Μια εικόνα έρχεται κάπου-κάπου στο μυαλό μου και μαλακώνω μέσα μου: «Σε βλέπω να τρέχεις και να κυλιέσαι σε κάποιο καταπράσινο λιβάδι με το Σουιτάκι μου! Κάποια στιγμή εμφανίζεται ο Ντιέγκο μου και προσπαθεί να παίξει άγαρμπα μαζί σας ο κεφάλας μου! Και οι τρεις σας, είστε χαρούμενοι, απαλλαγμένοι από τις αρρώστιες που σας παίδεψαν και σας βασάνισαν σε τούτη τη ζωή…

Ναι, είχα δίκιο από την πρώτη στιγμή: «Δεν ήλθες τυχαία στη ζωή μου». Τη σημάδεψες, την ομόρφυνες, της έδωσες άλλο νόημα!
Και σίγουρα Άγγελέ μου, μια μέρα κάπου θα ξανασυναντηθούμε… Και τότε, θα είμαστε πάλι όλοι μαζί και σίγουρα δε θα πονάει κανείς …

Ελένη Κασπίρη

Σκύλος: 

Στη μνήμη του Ντιέγκο

ΣΤΟΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΑΣ ΓΕΡΟΥΛΗ

Μπαμπούσκα…
Πήγαινε να ξυπνήσεις το γερούλη μας να φάει
Τρέξε να φέρεις, έμεινε πίσω στη βόλτα και σε ψάχνει
Μείνε δίπλα του να νιώθει ασφαλής, δε φαίνεται καλά
Κάνε του χαρούλες, κάνε του παιχνιδάκια να σε βλέπει
και να χαίρεται
Μη στριφογυρνάς συνέχεια, σ΄ ακολουθεί πάντα σα σκιά,
μα δεν έχει αντοχές και εξαντλείται
Εσύ είσαι η πυξίδα του, η παρηγοριά του, η συντρόφισσά του,
ο λόγος που τον κρατάει στη ζωή

Γιούλα…
Άναψες το φως ; Θα σηκωθεί για νεράκι και δε θα βλέπει στο σκοτάδι
Πήγαινε αθόρυβα μη τον ξυπνήσεις και τον πιάσει πάλι βήχας
Ξύπνησε, έλα γρήγορα να τον ταίσουμε, μην αγχωθεί και τον πιάσει δύσπνοια.
Ζεσταίνεται έλα να τον δροσίσουμε
Δεν τρώει σήμερα γιατί; Και πως θα πάρει τα φάρμακά του;
Κουράστηκε, ας τον πάμε να ξαπλώσει
Και μην ξεχάσεις τις λιχουδίτσες του, τις περιμένει πάντα
Τώρα, μη φωνάζετε και μου τον ταράζετε

Προσπάθησα να γιατρέψω τις πληγές της ψυχής σου
Προσπάθησα να απαλύνω τους πόνους στο βασανισμένο σου κορμί
Προσπάθησα να δώσω λίγη χαρά στο θλιμμένο σου βλέμμα

Δεν ξέρω, αν και σε ποιο βαθμό τα κατάφερα
Ξέρω μόνο πως ήσουν η πρώτη μου σκέψη, η έννοια μου, ο μόνιμος πόνος στην καρδιά μου
Πάντα θα νιώθω, πως ότι κι αν σου έδωσα δεν ήταν αρκετό
Η αρρώστια σου δε σε άφησε να χαρείς, να ζήσεις
την πραγματική ζωή κοντά μας, να πάρεις ότι σου άξιζε
Κι αυτή η σκέψη πάντα θα με πληγώνει...

Δεν ήσουν μια ακόμα βασανισμένη ψυχή,
κουβαλάς μια ολόκληρη ιστορία
Ήσουν αγωνιστής!!!
Σε μένα έδωσες μάθημα ζωής με την υπομονή,
τη θέληση για ζωή, τη δύναμή σου!
Πάλευες κάθε μέρα, έδινες μάχες συνεχώς και τις κέρδιζες όλες.
Έβγαινες πάντα νικητής!
Αλλά το ξέρω καλέ μου… και τα βουνά «ραγίζουν και πεθαίνουν»

Εδώ και 2,5 χρόνια ήσουν η έννοια μας, η καρδιά μας,
οικογένειά μας, ήσουν ο βασανισμένος μας…
Κουράστηκες… και ξεκίνησες το δικό σου μοναχικό ταξίδι…
Πας να συναντήσεις πολλές και μεγάλες αγάπες!

Θα είσαι για πάντα
ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ της καρδιάς μας,
ο ΗΡΩΑΣ στη σκέψη μας,
ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ στα δύσκολα,
ο αγαπημένος μας ΓΕΡΟΥΛΗΣ…

Η ζωή μας… πιο φτωχή χωρίς ΕΣΕΝΑ
ΕΣΥ όμως… ξεκουράσου τώρα…

Ελένη και Γιούλη

Σκύλος: 

Σελίδες