Τζίμης ο αλήτης μου
Τζίμης ο αλήτης μου
Σε περίμενα Αλητάκο μου ... Κάθε βράδυ...
Δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια..
Δεν ήθελες να μένεις στο σπίτι.
Ήθελες να αλητεύεις, να γυρνάς στις γειτονιές.
Ήσουν ελεύθερη ψυχή!!
Το σπίτι σε έπνιγε.
Ερχόσουν μόνο για φαγητό ... Σε όλα τα γεύματα ευτυχώς.
Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Και μετά έφευγες.
Κάπου κάπου μας έκανες την τιμή και τη χάρη να μείνεις για λίγο.
Ίσα ίσα να σε χαϊδέψουμε, να κάνουμε καμιά αγκαλιά, να μας κάνεις και λίγο παρέα και μετά άφαντος. Μέχρι το επόμενο γεύμα.
Αλητάκο μου ήσουν το καμάρι μου!
Ήσουν ο πιο φιλικός, κοινωνικός, ήρεμος, θαρρραλέος, χαδιαρης γάτος!
Δεν καυγάδισες, δεν γκρινιαξες, δεν έβγαλες νύχια, δεν πείραξες ποτέ κανέναν. Ποτέ!
Όσο κι αν προσπάθησα να μείνεις στο σπίτι, ήταν μάταιο.
Όλες οι προσπάθειες έπεφταν στο κενό.
Όταν ένα βράδυ καλοκαιριού δεν φάνηκες.
Και τρελάθηκα.
Κάτι έπαθες... Σκέφτηκα...
Αρχισα να ψάχνω.
Και που να ψάξεις μες τη νύχτα;
Κι ήρθε το ξημέρωμα. Κι άλλο ψάξιμο όλη μέρα. Κι ήρθε το βράδυ και το άλλο ξημέρωμα...
Κι έτσι πέρασαν 4 μέρες και νύχτες βασανιστικές για μένα.
Ώσπου το 5ο βράδυ, σε βλέπω κουνάμενο σεινάμενο να έρχεσαι... Αεράτος!
Δύο χάδια και κατ' ευθείαν στο φαγητό.
Αυτό ήταν η αρχή...
Ήρθαν κι άλλα 4ήμερα. Πολλά.
Κάθε καλοκαίρι... Μόνο.
Για 14 ολόκληρα χρόνια.
Το συνήθισα. Δεν είχα επιλογή.
Ο Τζιμης ο αλητης μου έλεγα.
Και το πήρα απόφαση.
Γιατί να σε εγκλωβίσω στο σπίτι, ενώ εσύ γκρέμιζες τοίχους για να βγεις, δεν υπήρχε περίπτωση.
Όχι! Ποτέ!
Μακριά από μένα σκλαβωμένα πλάσματα.
Για χάρη της ασφάλειας;
Γιατί είναι πιο σημαντική από την ελευθερία άραγε για κάποιους; Ποτέ δεν το κατάλαβα...
Βέβαια, η καρδιά μου μέχρι να φανείς κάθε φορά, σταματούσε από αγωνία.
Άλλο αυτό...
Εσύ όμως ήθελα να είσαι χαρούμενος, να ζεις όπως ήθελες...
Έτσι την βλέπω εγώ την αγάπη. Με σεβασμό στα θέλω του άλλου.
Κι έτσι ζήσαμε 14 ολόκληρα χρόνια.
Εσύ στην αλητεία κι εγώ στην αγωνία...
Χαλάλι σου!
Όμως... Τον τελευταίο χρόνο δεν έφυγες από το σπίτι ούτε μια μέρα.
Έναν ολόκληρο χρόνο.
Εσύ!
Εσύ που δεν σε κρατούσε το σπίτι με τίποτα.. . Εσύ που είχες την αλητεία στο αίμα σου...
Δεν έδειχνες κάτι όμως ... Έτρωγες, έπινες, ήθελες χάδια και όλα έδειχναν μια χαρά...
Εσύ όμως ηξρερς...
Κι εγώ ήξερα...
Έφυγες για το μεγάλο ταξίδι, μια μέρα του Μαγιού.
Πήγες σε άλλες γειτονιές. Αγγελικές... Πιο φωτεινές από τούτες... Πιο όμορφες... Δικές σου, κατά δικές σου γειτονιές!
Μου λείπεις... Πάντα θα μου λείπεις...
Ελένη Κασπίρη