Η Αφέντρα του σπιτιού μας

Ρίτα
Η Αφέντρα του σπιτιού μας

Ήταν Πρωτομαγιά, όταν μετακομίσαμε σ`αυτό το σπίτι κι εσύ ήσουν εδώ και μας υποδέχθηκες ...
Ήσουν η Αφέντρα αυτού του " έρημου" μέχρι τότε σπιτιού!
Εδώ, είχες βρει το καταφύγιό σου...
Από πότε και για πόσο; Κανείς δεν ξέρει...

Μόλις μας είδες, ήρθες και μας καλωσόρισες τόσο θερμά, σα να μας περίμενες από καιρό κι έκανες την άφιξή μας εδώ πολύ ευχάριστη με την τόσο συγκινητική υποδοχή σου!

Προσπαθώντας να τακτοποιηθούμε στο νέο μας σπίτι, μας συντρόφευες την κάθε στιγμή... Σου είχε λείψει η συντροφιά, το νοιάξιμο, η αγάπη!
Μας είχες φυλαγμένη και μια έκπληξη...
Κάποιες μέρες μετά, μας εμφάνισες τα 4 παιδάκια σου... Την Άντι μας, τον Τίτι, το Τζίμη και το Χάρη μας! Κι έτσι ξαφνικά, γίναμε μια πολυμελής οικογένεια!

Ήσουν ένα απίστευτα ήρεμο, κοινωνικό, φιλικό, υπομονετικό και συγχρόνως ένα θαρραλέο, ατρόμητο, περήφανο και αδέσμευτο πλάσμα!
Κυκλοφορούσες ανάμεσα σ` ένα τσούρμο σκυλιά από την πρώτη στιγμή, με μια άνεση και μια ηρεμία εκπληκτική! Δε σε τάραζε τίποτα, αντίθετα σαν καλή οικοδέσποινα ήσουν πανταχού παρούσα!!
Όταν ερχόταν η πολύ καλή φίλη και νονά σου Ελένη Μπουσμαλή και έλεγε στην αγαπημένη μου μαθήτρια Νεφέλη να "κάτσει", καθόσουν κι εσύ για να πάρεις τη λιχουδίτσα σου!
Τότε ψάχναμε να σου βρούμε όνομα και λέει η Ελένη "Να την πούμε Ρίτα, από το σινιορίτα, της ταιριάζει πολύ".

Και όντως, από την πρώτη μέρα και σε όλη σου τη ζωή, ήσουν μια πραγματική Κυρία!
Εντυπωσίαζες τους πάντες με τη συμπεριφορά σου!
Η ανεξάντλητη και αξιοθαύμαστη υπομονή σου, όταν περίμενες ακούνητη για να φας στη δική σου πάντα μεριά πάνω στον πάγκο, όταν περίμενες όσο χρειαζόταν και πάντα τόσο διακριτικά στη βρύση να σου βάλουμε νερό γιατί ήθελες φρέσκο, όταν στεκόσουν στην πόρτα σα "στήλη άλατος" μέχρι να σου ανοίξουμε να βγεις!
Κι όταν κάποιος είχε πιάσει τη θέση σου, εντελώς αθόρυβα και χωρίς να τον ενοχλήσεις πήγαινες παραδίπλα!
Δεν απαίτησες "ενοχλητικά" ποτέ και τίποτα!
Ζητούσες με μια αξιοζήλευτη ευγένεια, ότι ήθελες και ήξερες να περιμένεις, να σέβεσαι, να δέχεσαι και να... παρηγορείς...!
Θυμάμαι τότε που είχες κόψει το νύχι σου κι έκανες αιμορραγία, έμεινα όλη τη νύχτα άυπνη να σε παρακολουθώ μες την αγωνία! Εσύ, έγλυφες τη δαχτυλάκι σου ατάραχη και συχνά με κοιτούσες, σα να μου λες: "Πως κάνεις έτσι; Θα περάσει".
Αυτή, ήταν και η μοναδική φορά που έπαθες κάτι! Δεν τραυματίστηκες, δεν αρρώστησες ποτέ ξανά!

Ήσουν τόσο ανεξάρτητη, τόσο ελεύθερο πνεύμα, που δεν ήθελα να σου το στερήσω αυτό!
Αν δεν έβγαινες να πας τη βόλτα σου εδώ γύρω, δεν ήσουν χαρούμενη! Το έβλεπα, όταν δε σε άφηνα να βγεις!
Είχες μάθει να ζεις ελεύθερη...
Ήθελες το σπίτι να είναι το καταφύγιο, το σημείο αναφοράς σου, αλλά όχι η "φυλακή" σου...
Κι εγώ, ήθελα να σου προσφέρω όλα όσα είχες ανάγκη, χωρίς να σου επιβάλλω οτιδήποτε για να ησυχάζω τα δικά μου άγχη, τις δικές μου ανησυχίες, τις δικές μου ανασφάλειες. Δεν το μπορούσα να σε αναγκάζω να ζεις καταπιεσμένη, δεν άντεχα να σε βλέπω δυστυχισμένη!
Είναι πάρα πολύ σημαντική η ασφάλεια, ποιος διαφωνεί;
Τι γίνεται όμως, όταν κάποιος "πνίγεται" κλεισμένος συνέχεια μέσα στους 4 τοίχους του σπιτιού; Όταν έχει μάθει να ζει ελεύθερος και μόνο έτσι να μπορεί να απολαμβάνει και να χαίρεται τη ζωή;
Σε άφησα λοιπόν ελεύθερη να μπαινοβγαίνεις στο σπίτι σου, γιατί μόνο τότε ήσουν πραγματικά καλά, μόνο τότε ήσουν χαρούμενη!
Το πήρα το ρίσκο, γιατί δικό μου ζητούμενο πάντα ήταν και είναι να είστε όλοι ευτυχισμένοι κοντά μου!!

Όμως, για τη νύχτα το είχαμε "συμφωνήσει", αυτό δεν το διαπραγματευόμουν, θα ερχόσουν στο σπίτι για ύπνο!
Έτσι δεν κάνουν όλες οι μαμάδες με τα παιδιά τους;
Κι εσύ το δέχθηκες, το σεβάστηκες και δε μου χάλασες χατίρι ποτέ!
Για εννέα ολόκληρα χρόνια, έβγαινα και σε φώναζα κάθε βράδυ να έρθεις κι εσύ, ερχόσουν πάντα με την πρώτη φωνή!
Δε με στεναχώρησες ποτέ!
Μόνο μια νύχτα δεν ήρθες και ξενύχτησα στο πλατύσκαλο να σε περιμένω...
Κι όταν κατά το ξημέρωμα εμφανίστηκες και σε πήρα αγκαλιά κλαίγοντας, με κοίταξες μ` ένα βλέμμα καθησυχαστικό: "Μην κάνεις έτσι, εδώ είμαι τώρα, ήρθα".
Έφαγες και μετά πήγες και κοιμήθηκες στο κρεβάτι μας, ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο!

Κοιμόσουν συνήθως δίπλα στο μαξιλάρι μου, μα το πατάρι ήταν το αγαπημένο σου! Ήθελες να είσαι ψηλά!
Και στην αγκαλιά της Λευκούλας μας κοιμόσουν πολύ συχνά !!!
Το "γιατί" το ήξερες εσύ μόνο κι εκείνη!
Όταν σας έβλεπα έτσι αγκαλιασμένες, σκεφτόμουν: "Οι Ήρεμες Δυνάμεις του σπιτιού μας..."
Μα δεν έχω παράπονο... Μου την έκανες την τιμή και τρύπωνες και στη δική μου αγκαλιά! Κι ερχόσουν πάντα τόσο διακριτικά, τόσο τρυφερά με ένα ύφος: "Αν δεν ενοχλώ, να γύρω εδώ ήσυχα;"

Ένα μήνα πριν φύγεις, ερχόσουν κάθε βράδυ και φώλιαζες στην αγκαλιά μου, για να μας βρει έτσι αγκαλιασμένες το ξημέρωμα!
Δεν ήθελες να κοιμηθείς πουθενά αλλού!
Το ένιωθες ότι θα φύγεις..., και δυστυχώς, το καταλάβαινα κι εγώ...
Καταλάβαινα... μα δε μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο πια για να σε κρατήσω εδώ..
Μόνο να σε κρατάω σφιχτά στην αγκαλιά μου κάθε νύχτα για να σε χορτάσω, να χορτάσω τη ζεστασιά της αγκαλιάς σου!
Να παίρνω δύναμη απ' αυτή την αγκαλιά, για να μπορέσω ν` αντέξω για ακόμα μια φορά..., ακόμα μια απώλεια, ακόμα ένα μαχαίρι στην καρδιά μου!
Βλέπεις, η "ύπουλη" ασθένειά σου, δήλωσε εμφανή παρουσία, όταν ήταν πλέον πολύ αργά...
Το παλέψαμε... μα ήταν άνισος ο αγώνας!!

Πάει καιρός που έχεις φύγει...
Κι εγώ, συνηθίζω σιγά-σιγά..., μαθαίνω ν` αντέχω..., μαθαίνω να μπορώ... να δέχομαι...
Με τον καιρό κατάφερα να διώξω το θυμό, να φιλιώσω με τον πόνο και λέω, πως καταφέρνω κάπου-κάπου να κοιμίζω τη λύπη μου...!
Κι αν βγαίνω στο πλατύσκαλο τα βράδια, δε σε φωνάζω πια..., δε σε περιμένω... αναρωτιέμαι μόνο, σε ποιο αστέρι άραγε να κοιμάσαι;
Εδώ, όπου κι αν στάθηκες γαλήνευε η πλάση!
Κι αυτές οι ατέλειωτες όμορφες στιγμές, οι τόσες γλυκές αναμνήσεις, ανακουφίζουν την καρδιά μου που ράγισε τη νύχτα που έφυγες Κυρά κι Αρχόντισσά μου!
Θυμάμαι, πως όταν σε αποκαλούσα έτσι, με κοίταζες ίσια στα μάτια κι έβλεπα εκεί, όλη την αγάπη του κόσμου μαζεμένη!
Αυτό το πεντακάθαρο, το δυνατό, το γεμάτο λατρεία βλέμμα σου, αυτό μου λείπει πιο πολύ!

Θέλω να ξέρεις, πως με ησυχάζει η σκέψη, πως σου έδωσα το δικαίωμα και την ευκαιρία να ζήσεις ακριβώς, όπως εσύ ήθελες...
Χόρτασες αγάπη, αγκαλιά, οικογένεια, συντροφιά, χάδια και ελευθερία..., αφού ήταν για σένα, αυτό που ήθελες πιο πολύ!
Γιατί μόνο έτσι θα ήσουν η Αφέντρα αυτού του σπιτιού κι αυτός ο τίτλος δικαιωματικά σου ανήκε!

Θα ανταμώσουμε μια μέρα και τότε, θέλω να με περιμένεις πάλι στην πόρτα και να με υποδεχτείς τόσο θερμά, όπως εκείνη την Πρωτομαγιά ...
Ελένη Κασπίρη

Σκύλος: