Στο δρόμο για την Ελευθερία
Στο δρόμο… για την Ελευθερία
«Ήταν κάποτε μια σκυλίτσα που ζούσε μέσα σ΄ένα συρμάτινο κλουβί!
Μια ψυχή σκλαβωμένη, χωρίς όνομα…»
Κάπως έτσι, ξεκίνησε να λέει την ιστορία η Κυρία Μερόπη στον 8χρονο εγγονό της, θέλοντας να του εξηγήσει, πόσο οδυνηρή είναι η σκλαβιά για όλα τα πλάσματα!
Αφορμή στάθηκε μια εμπειρία του μικρού, όταν βρέθηκε στο σπίτι ενός φίλου του και είδε το σκύλο της οικογένειας, τον Ιβάν στο μπαλκόνι μέσα σε ένα μικρό συρμάτινο κλουβί, ίσα που χωρούσε, να κλαίει ασταμάτητα και να προσπαθεί να βγει από εκεί.
Όταν ρώτησε το φίλο του γιατί κάνει έτσι, αυτός του είπε, ότι θέλει να βγει από εκεί και να μπει στο σπίτι, να είναι κοντά τους, αλλά οι γονείς του δεν τον βγάζουν!
Δεν τον έχουν βάλει ποτέ μέσα στο σπίτι γιατί τους ενοχλεί και ζει πάντα εκεί.
Δεν τον θέλουν ούτε στο μπαλκόνι ελεύθερο, γιατί καταστρέφει τα λουλούδια και κάνει ζημιές.
Άλλωστε σκυλί είναι, δεν παθαίνει τίποτα... Έτσι του είπαν οι γονείς του!
Η Κυρία Μερόπη στεναχωρήθηκε ακούγοντας όλ' αυτά και αποφάσισε να πει στο εγγονάκι της, την ιστορία της σκλαβωμένης σκυλίτσας!
«Ήταν όμορφη, με δύο πανέμορφα, λαμπερά μάτια, κουταβίτσα ακόμη και γεμάτη δίψα για ζωή, όταν την έκλεισαν εκεί!
Ο άνθρωπος που την σκλάβωσε δεν ήξερε, δε μπορούσε να καταλάβει πόσο πολύ υποφέρει, αλλά δεν τον ενδιέφερε κιόλας!
Εκείνη όμως ήξερε… Ήξερε καλά…
Γιατί έβλεπε τη ζωή να περνά από μπροστά της και εκείνη να την κοιτάζει από μακριά!
Κλεισμένη πάντα στην ίδια φυλακή, της ήταν άγνωστος ο κόσμος.
Η βόλτα, το τρέξιμο, το παιχνίδι ήταν όνειρο για εκείνη.
Την παρέα, το χάδι, λίγη ζεστασιά, την αγάπη, όσο κι αν τα λαχτάρησε, δεν τα χάρηκε ποτέ!
Στερήθηκε τα πάντα!
Στερήθηκε την ίδια τη ζωή!
Με την τροφή που της έδιναν, απλά επιβίωνε.
Δεν ζούσε…
Έκανε για λίγο παύση, κρύβοντας τη συγκίνησή της και συνέχισε:
«Οι γείτονες την άκουγαν για πολύ καιρό να κλαίει! Ένα κλάμα σπαρακτικό, που δε σταματούσε μέρα νύχτα!!
Την άκουγαν και να χτυπάει με μανία το σύρμα με τα ποδαράκια της, μέχρι που τα πλήγωνε στην προσπάθειά της να βγει έξω.
Όμως, κάποια στιγμή μετά από καιρό σταμάτησε να κλαίει, δεν την άκουγαν πια!
Σταμάτησε και να προσπαθεί να βγει!
Κουράστηκε…
Την έβλεπαν πάντα καθισμένη στην ίδια γωνιά!
Περίμενε να έρθει κάποιος και ν΄ ανοίξει την πόρτα της φυλακής της, περίμενε να τελειώσει αυτό το μαρτύριο!
Δεν καταλάβαινε γιατί την τιμωρούσαν τόσο σκληρά!
Άραγε, τι «κακό» είχε κάνει;
Υπέμενε και περίμενε σιωπηλά, αθόρυβα.
Μάταια όμως…
Όλοι και όλα γύρω της κινούνταν, προχωρούσαν!
Ο κόσμος, ο χρόνος, η ζωή!
Όμως εκείνη πάντα εκεί, με μόνη παρέα τη μοναξιά της!
Μόνη και λυπημένη!
Τα πανέμορφα μάτια της συννέφιασαν, σκοτείνιασαν από τη θλίψη, χάθηκε η λάμψη τους!
Δε χαιρόταν πια κάθε φορά που έβλεπε τον άνθρωπο που ερχόταν να της «πετάξει» το φαγητό της και να φύγει βιαστικά.
Δεν είχε κανένα ενδιαφέρον, για τίποτα!
Κάπου-κάπου μόνο, την επισκεπτόταν ένας αδέσποτος, αλάνης γάτος που σκαρφάλωνε το φράχτη του κλουβιού και της έκλεβε το φαγητό.
Τον άφηνε, δεν αντιδρούσε!
Έστω κι έτσι, έστω και για λίγο, ήταν η μοναδική παρέα της.
Κάποιες φορές, έτρωγαν και μαζί και όταν ο γάτος σκαρφάλωνε το φράχτη και έφευγε, εκείνη πήγαινε πάλι πίσω στη γωνίτσα της και κουλουριαζόταν.
Είχε πάψει πια να περιμένει, είχε πάψει να ελπίζει, πως κάποια στιγμή θ’ ανοίξει αυτή η πόρτα και θα βγει έξω στη ζωή!
Ζήλευε τον γάτο που μπορούσε να πηγαίνει όπου θέλει, όποτε θέλει και να χαίρεται τη ζωή του ελεύθερος!»
Εδώ, άλλαξε ο τόνος της, σα να χαιρόταν μ΄ αυτό που θα διηγιόταν παρακάτω:
«Κι έτσι μια μέρα, μη αντέχοντας άλλο, αποφάσισε να μιμηθεί τον φίλο της τον γάτο και να δώσει ένα τέλος σ΄ αυτό το βασανιστήριο!
Την είδαν να σκαρφαλώνει τον φράχτη, να βγαίνει έξω και να τρέχει.
Έτρεχε λες και την κυνηγούσαν!
Είχε πάρει το δρόμο για την ελευθερία της!!!!»
«Τι απέγινε γιαγιά;» ρωτάει ο μικρός.
«Από τότε χάθηκε, δεν την ξαναείδε κανείς, δεν την έψαξε κανείς!
Μπορεί να την βρήκε κάποιος, να την πήρε στο σπίτι του και να ζει μια αληθινή ζωή!
Μπορεί να περιπλανιέται στους δρόμους, μπορεί όμως και να μη ζει πια!
Κανείς δεν ξέρει…»
Το παιδάκι τότε ρωτάει τη γιαγιά του με απορία:
«Εντάξει, γλύτωσε από τη σκλαβιά της, αλλά αν τελικά έμεινε στον δρόμο αδέσποτη; Κι αν πέθανε;»
Και η γιαγιά του απαντάει:
«Παιδάκι μου, αδέσποτη σημαίνει χωρίς σπίτι και χωρίς οικογένεια. Όμως αυτή η σκυλίτσα δεν είχε ούτε σπίτι, ούτε οικογένεια!
Αδέσποτη σημαίνει, ότι η ζωή της είναι εκτεθειμένη σε κινδύνους. Όμως εκεί που ήταν, όπως ήταν, δεν είχε καν ζωή!
Τα σκυλιά αγόρι μου είναι σαν τα μικρά παιδιά, δε γνωρίζουν πως εκεί έξω μπορεί να κινδυνέψουν! Και στην προσπάθειά τους να γλυτώσουν από την σκλαβιά τους, μπορεί να εκτεθούν σε κινδύνους.
Γιατί την σκλαβιά κανένα ζωντανό πλάσμα δεν την αντέχει! Όλα έχουν συναισθήματα και πληγώνονται, υποφέρουν όταν δε μπορούν να ζήσουν μια καλή και κυρίως μια αληθινή, μια αξιοπρεπή ζωή!
Και η σκυλίτσα αυτή, ακόμα κι αν γνώριζε κι αν ήξερε, πως πάει στα δύσκολα του δρόμου ή κατ’ ευθείαν στον κίνδυνο ή και στο θάνατο, μπορεί και πάλι... το ίδιο να επέλεγε...!
«Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή…»
Αυτό ήθελε…
Το κλουβί ήταν η φυλακή της!
Δεν την ήθελε.... Δεν τη μπορούσε, δεν την άντεχε άλλο τέτοια ζωή!
Με την απόδρασή της επέλεξε την ελευθερία της… »
«Γιαγιά, αυτός ο άνθρωπος, γιατί την είχε σκλαβώσει εκεί, δεν τη λυπόταν;»
«Κάποιοι είπαν, ότι την είχε για φύλακα!
Τραγικό!
Ένας φύλακας φυλακισμένος!
Πως να προστατέψει ένας σκύλος που είναι μέσα στο κλουβί;
Ο άνθρωπος παιδάκι μου που καυχιέται πως "υπερέχει" των ζώων γιατί έχει λογική, που δεν τη χρησιμοποιεί κιόλας σωστά, είναι πολλές φορές πολύ φτωχότερος σε συναισθήματα!
Δε την συμπόνεσε, δεν τη νοιάστηκε, δεν της έδωσε την ευκαιρία ούτε για μια στιγμή να ζήσει αληθινά, δεν της επέτρεψε να χαρεί τίποτα, ποτέ!
«Εσύ γιαγιά, λυπάσαι που μπορεί να κατέληξε αδέσποτη ή να πέθανε;»
«Φυσικά και λυπάμαι, αν η σκυλίτσα είχε μια τέτοια τύχη, εξ΄ αιτίας αυτού του άκαρδου ανθρώπου!
Μα πιο πολύ με πληγώνει η σκέψη, ότι πέρασε την ζωή της σκλαβωμένη, δυστυχισμένη και μόνη!
Αυτή η σκέψη, μου ραγίζει την καρδιά…»
«Γιαγιά πάω ν΄ αγκαλιάσω την Ίρμα μου και να της πω, πόσο πολύ την αγαπάω και πως δεν θα την αφήσω ποτέ-ποτέ μόνη της.
Θα πω και στο φίλο μου αυτή την ιστορία, για να πει στους γονείς του, ότι ο Ιβάν υποφέρει πολύ εκεί που τον έχουν σκλαβώσει κι ας είναι σκύλος… Γιατί και οι σκύλοι έχουν συναισθήματα!
Και μπορεί να συγκινηθουν και να τον ελευθερώσουν... Τι λες γιαγιά; »
«Να πας παιδάκι μου, να πας
Είναι και φορές που οι άνθρωποι κάνουν κακό στα ζώα γιατί δεν ξέρουν... » του είπε και σκούπισε ένα δάκρυ που τόση ώρα κρατούσε…
Είναι μια αληθινή ιστορία που μου διηγήθηκε η κ. Μερόπη.
Ελένη Κααπίρη
Θετική εκπαιδεύτρια σκύλων