Χαϊδεύει πάνω στα γόνατά της το κεφάλι του ετοιμοθάνατου σκύλου της και συλλογίζεται την αποτυχία της ανθρωπότητας.
Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Μίλαν Κούντερα «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι»
«Τι έχει το σκυλί σας; Θα έλεγε κανείς ότι κουτσαίνει!».
Η Τερέζα απαντάει: «Έχει καρκίνο. Είναι καταδικασμένο» και νιώθει το λαιμό της να σφίγγεται και δεν μπορεί να μιλήσει.
Η γειτόνισσα βλέπει τα δάκρυα της Τερέζας και σχεδόν θυμώνει: «Για τ' όνομα του Θεού, δεν θα βάλετε τα κλάματα για ένα σκυλί!».
Αισθάνεται μόνη της με την αγάπη της για το σκυλί της.
Σκέφτεται, χαμογελώντας μελαγχολικά, ότι πρέπει να την κρύψει ακόμα πιο προσεκτικά, παρά αν έπρεπε να κρύψει μια απιστία.
Η αγάπη για ένα σκυλί σκανδαλίζει!
Συνεχίζει λοιπόν το δρόμο της με τις αγελάδες της, που σκουντουφλάνε η μια πάνω στην άλλη και σκέφτεται, ότι είναι πολύ συμπαθητικά ζώα. Ειρηνικά, χωρίς πονηριά, μερικές φορές έχουν μια παιδιάστικη ευθυμία. Δεν υπάρχει τίποτα πιο συγκινητικό από τις αγελάδες όταν παίζουν. Η Τερέζα τις κοιτάζει με τρυφερότητα…
Μια αγελάδα έχει πλησιάσει την Τερέζα, έχει σταματήσει και την παρατηρεί για πολλή ώρα με τα μεγάλα καστανά της μάτια. Η Τερέζα τη γνωρίζει, τη φωνάζει Μαργαρίτα. Θα ήθελε να δώσει ένα όνομα σε κάθε αγελάδα, αλλά δεν μπόρεσε. Πρώτα, έτσι σίγουρα θα συνέβαινε καμιά τριανταριά χρόνια πριν, όλες οι αγελάδες του χωριού είχαν ένα όνομα. (Κι αν το όνομα είναι ένα σημάδι της ψυχής, μπορώ να πω, ότι είχαν ψυχή, αρέσει δεν αρέσει στον Καρτέσιο).
Το χωριό όμως, έγινε μετά μια μεγάλη συνεταιριστική βιομηχανία και οι αγελάδες περνούν όλη τους τη ζωή, μέσα σε δυο τετραγωνικά που τους αναλογούν στο στάβλο. Δεν έχουν πια όνομα και δεν είναι πια παρά «machinaeanimatae». Ο κόσμος δικαίωσε τον Καρτέσιο.
Η Τερέζα το ξέρει, μένει πια πολύ καιρό στο χωριό και ξέρει, ότι αν οι χωρικοί αγαπούσαν τα κουνέλια τους, όσο εκείνη αγαπάει τον Καρένιν, δεν θα μπορούσαν να σκοτώσουν κανένα...
Έχω πάντα στα μάτια μου την Τερέζα, καθισμένη πάνω σ' ένα κούτσουρο, χαϊδεύει το κεφάλι του Καρένιν και συλλογίζεται την αποτυχία της ανθρωπότητας.
Ταυτόχρονα, μια άλλη εικόνα μου εμφανίζεται: ο Νίτσε βγαίνει από ένα ξενοδοχείο του Τουρίνου. Βλέπει μπροστά του ένα άλογο κι έναν αμαξά που το χτυπάει με το καμουτσίκι.
Ο Νίτσε πλησιάζει το άλογο, το αγκαλιάζει απ' το λαιμό και κάτω απ' τα μάτια του αμαξά ξεσπάει σε λυγμούς.
Αυτό συνέβαινε, όταν ο Νίτσε είχε ήδη και αυτός επίσης, απομακρυνθεί από τους ανθρώπους.
Μ' άλλα λόγια: ήταν ακριβώς τη στιγμή εκείνη που εκδηλώθηκε η διανοητική του αρρώστια. Αλλά κατά τη γνώμη μου, ακριβώς εκεί τοποθετείται αυτό που δίνει στη χειρονομία του τη βαθιά της σημασία!
Ο Νίτσε πήγε να ζητήσει από το άλογο συγνώμη, για λογαριασμό του Καρτέσιου!!!!!
Η τρέλα του (δηλαδή, το διαζύγιό του με την ανθρωπότητα), αρχίζει από τη στιγμή, που κλαίει πάνω στο άλογο.
Κι είναι αυτός ο Νίτσε που αγαπάω, όπως αγαπάω την Τερέζα που χαϊδεύει πάνω στα γόνατα της, το κεφάλι ενός σκύλου ετοιμοθάνατου. Τους βλέπω και τους δύο πλάι-πλάι: κι οι δύο απ' το δρόμο, όπου η ανθρωπότητα «κύριος και κάτοχος της φύσης», ακολουθεί την πορεία της προς τα εμπρός.
Ποτέ δεν μπορεί να προσδιορίσει κανείς με βεβαιότητα, μέχρι ποιο σημείο οι σχέσεις μας με τους άλλους είναι το αποτέλεσμα των αισθημάτων μας, της αγάπης μας, της μη-αγάπης μας, της καλοσύνης ή του μίσους μας και μέχρι ποιο σημείο, είναι εκ των προτέρων επηρεασμένες από το συσχετισμό των δυνάμεων ανάμεσα στα άτομα.
Η αληθινή καλοσύνη του ανθρώπου, δεν μπορεί να φανερωθεί με απόλυτη καθαρότητα και απόλυτη ελευθερία, παρά μόνον απέναντι σ' αυτούς που δεν εκφράζουν καμιά δύναμη.
Η πραγματική ηθική δοκιμασία της ανθρωπότητας (η πιο ριζική, που είναι τοποθετημένη τόσο βαθιά, ώστε να ξεφεύγει απ' το βλέμμα μας), είναι οι σχέσεις με αυτούς που είναι στο έλεος μας: Τα ζώα!.
Κι εδώ είναι, που τοποθετείται η μεγαλύτερη αποτυχία του ανθρώπου, μια καταστροφή βασική από την οποία απορρέουν όλες οι υπόλοιπες.»