Τι θα πει σκλαβιά

Ο Ελευθερωτής - Τι θα πει σκλαβιά (του Π.Νιρβάνα)

-Φλώρια,καρδερίνες,φλώριααα!
―Πόσο τις δίνεις, βρε παιδί, τις καρδερίνες;
―Τρεις δραχμές, μπάρμπα. Τρεις δραχμές και μ’ εγγύηση. Πάρε, αφέντη, να σε ξυπνά το πρωί.
―Δεν κάνει δυο δραχμές;
―Αν θέλεις να πάρεις τη βραχνιασμένη...

Ο μεσόκοπος άνθρωπος με τα ξενικά ρούχα, κάποιος πρόσφυγας από εκείνους, που πλημμύριζαν το πειραιώτικο λιμάνι, έβγαλε το κομπόδεμα από το ζωνάρι του, έδωσε ένα δίδραχμο στο παιδί και πήρε στα χέρια του την καρδερίνα.
Την κράτησε λιγάκι ελαφρά στα δάχτυλά του, την χάιδεψε πονετικά και την κοίταξε καλά-καλά, φέρνοντας το ανήσυχο κεφαλάκι της μπροστά στα μάτια του, σα να ήθελε να της πει κάποιο γλυκό λόγο. Ύστερα, τινάζοντάς την ελεύθερη πάνω στην παλάμη του, την άφησε να πετάξει, κάνοντας τάχα πως του είχε ξεφύγει από τα χέρια του:
― Βρε, το αφιλότιμο το πετούμενο! Tο είδες εκεί!

Από μέσα του όμως, φαινόταν καταχαρούμενος ο παράξενος εκείνος άνθρωπος. Θα μπορούσε να ορκιστεί κανείς, πως αυτό που έγινε, δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Ο ξένος, χωρίς άλλο, είχε αγοράσει το πουλί, για να του χαρίσει την ελευθερία του. Αν προσπαθούσε να κρύψει το σκοπό του, το έκαμε ίσως από ευγένεια. Και θα μπορούσε να ορκιστεί κανείς ακόμη, πως έτσι ήταν το πράγμα, αν τον έβλεπε με τι λαχτάρα ακολουθούσε το φτερούγισμα της καρδερίνας στον αέρα. Ένα φτερούγισμα τρελό, με μουδιασμένα φτερά, που την έφερε στο κατάρτι ενός καϊκιού, σαστισμένη ακόμη από την ξαφνική χαρά της.
― Βρε, το αφιλότιμο το πετούμενο, πως μου ξέφυγε!
Από μέσα του όμως, έλεγε χωρίς άλλο ο γεροντάκος:
― Κάνε τη δουλειά σου πουλάκι μου και μη σε μέλει.

Δυο μορτάκια, που έκαναν το βαρκάρη εκεί δίπλα, πήδησαν αμέσως μέσα στο καΐκι:
― Να το, να το, πάνω στο πανί ακούμπησε, είπε το ένα.
― Πέτα το σακάκι σου, να το ρίξεις κάτω. Δε βλέπεις, πως είναι μουδιασμένο; απάντησε το άλλο.

Ο ελευθερωτής δεν μπόρεσε να κρυφτεί πια. Όρμησε άγριος στην άκρη του μόλου και φώναξε, κουνώντας το μπαστούνι κατά το καΐκι.
― Κάτω, παλιόπαιδα! Δικό σας είναι το πουλί; Εγώ το αγόρασα, εγώ θέλησα και το άφησα. Ορίστε μας! Κάτω γρήγορα, γιατί θα σας σπάσω τα παΐδιασας.
Και μόνον όταν είδε το πουλί να τινάζει τις φτερουγίτσες του και να σκίζει χαρούμενο τον αέρα, μονάχα τότε πήρε το δρόμο του, μουρμουρίζοντας:
― Μα βέβαια, μέσα στην ελευθερία γεννήθηκαν! Που να ξέρουν τι θα πει σκλαβιά!...

***Αφιερωμένο, σε όσους σκλαβώνουν οποιοδήποτε ζωντανό πλάσμα, γιατί έτσι τους αρέσει, χωρίς να τους νοιάζει το πόσο μπορεί να υποφέρει και κυρίως, χωρίς να τους έχει δώσει κανείς αυτό το δικαίωμα! (Ελένη Κασπίρη)